μαρμαρουργός
Смотреть что такое "μαρμαρουργός" в других словарях:
μαρμαρουργός — μαρμαρουργός, o (Μ) μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek
μαρμαρουργία — η [μαρμαρουργός] η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη, η μαρμαρική, η μαρμαρογλυπτική … Dictionary of Greek
μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο … Dictionary of Greek
μαρμαρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού μαρμαρουργού 2. αυτός που χρησιμεύει στον μαρμαρά 3. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρουργική η μαρμαρική, η τέχνη τού μαρμαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρουργός. Ο τ. μαρμαρουργική είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek